ξηραίνεται

ξηραίνεται
ξηραίνω
—parch
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Οὐδὲν θᾶσσον ξηραίνεται δακρίου. — См. Слезки, что слюнки: потекут, да и обсохнут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • слезки, что слюнки: потекут, да и обсохнут — Слеза скоро сохнет. Ср. Morgenregen und Weiberthränen dauern nicht lange. Ср. Rien ne sèche plus vite que les larmes. Ср. Lacrima nihil citius arescit. Ничего не сохнет скорее слезы. Cicer. de Invent. 1, 56, 109. Ср. Quintil. 6, 1, 27. Ср. Auct.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Слезки, что слюнки: потекут, да и обсохнут — Слезки, что слюнки: потекутъ, да и обсохнутъ. Слеза скоро сохнетъ. Ср. Morgenregen und Weiberthränen dauern nicht lange. Ср. Rien ne sèche plus vite que les larmes. Ср. Lacrima nihil citius arescit. Пер. Ничего не сохнетъ скорѣе слезы. Cicer. de… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • άργιλος — Πέτρωμα που σχηματίζεται συνήθως από την απόθεση των πιο λεπτομερών υλικών που αιωρούνται μέσα στο νερό. Αυτά τα πάρα πολύ μικρά τεμαχίδια προέρχονται από την αποσάθρωση διαφόρων πετρωμάτων, που περιέχουν κυρίως ένυδρα πυριτικά ορυκτά του… …   Dictionary of Greek

  • έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… …   Dictionary of Greek

  • αγευσία — Η ελάττωση της αίσθησης της γεύσης, που μπορεί να είναι συγγενής ή επίκτητη. Στην τελευταία περίπτωση, οφείλεται σε βλάβη των γευστικών νεύρων ή σε βλάβη της όσφρησης. Η α. είναι συχνά μερική, πολλές φορές όμως και ολοκληρωτική. Την α. προκαλούν… …   Dictionary of Greek

  • αλευρίτης — Είδος σιταριού που δίνει πολύ αλεύρι και λίγα πίτουρα. Α. ονομάζεται επίσης και το χιόνι που έχει πολύ λεπτές νιφάδες, καθώς και μια παιδική αρρώστια που προκαλεί αλευρώδες εξωτερικό κάλυμμα στο δέρμα. (Βοτ.) Α. λέγεται και γένος ελαιοπαραγωγών… …   Dictionary of Greek

  • αστράκι — Κοινή ονομασία φυτών με πλούσια ανθοφορία, στον τύπο της μαργαρίτας, των γενών αστήρ και καλλίστεφος, της οικογένειας των συνθέτων. Το όνομα α. οφείλεται στο γεγονός ότι το άνθος τους μοιάζει με άστρο. Μεταξύ των τριών αυτοφυών της ελληνικής… …   Dictionary of Greek

  • βακαλάος — Με την ονομασία αυτή πωλείται στο εμπόριο κατάλληλα επεξεργασμένος ο τελεόστεος ιχθύς γάδος καλλαρίας, γνωστός επίσης ως μπακαλιάρος, που ανήκει στην τάξη των γαδομόρφων. Το μήκος του μπορεί να ξεπεράσει το 1,5 μ. και το βάρος του τα 40 κιλά· το… …   Dictionary of Greek

  • ευξήραντος — η, ο (Α εὐξήραντος) (κυρίως για υγρά) αυτός που ξηραίνεται ή εξατμίζεται εύκολα νεοελλ. αυτός τού οποίου η αξία δεν μειώνεται ή και αυξάνεται με την ξήρανση («η κορινθιακή σταφίδα είναι ευξήραντη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξηραίνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”